Η εκπαίδευση των ατόμων με νοητική αναπηρία στον αυτοπροσδιορισμό αποτελεί μεγάλο ζήτημα στο χώρο της ειδικής αγωγής και της κοινωνίας. Για τη διδασκαλία του αυτοπροσδιορισμού έχουν αναπτυχθεί πολλά εκπαιδευτικά προγράμματα, τα οποία επηρεάζονται από τις μεθόδους και τις στρατηγικές διδασκαλίας, καθώς και από την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Κοινός στόχος όλων των προγραμμάτων που έχουν αναπτυχθεί, είναι η γενίκευση της δεξιότητας και η σύνδεση των εμπειριών του οικογενειακού με το σχολικό περιβάλλον (Καρτασίδου, 2007).
Οι μαθητές με αναπηρίες επηρεάζονται πολύ από τους ενήλικες και δεν διαθέτουν όλες εκείνες τις απαραίτητες δεξιότητες, οι οποίες θα τους βοηθούν να διατηρούν την αυτονομία τους, να λαμβάνουν αποφάσεις, να επιλύουν προβλήματα. Η σοβαρότητα της αναπηρίας καθώς και το περιβάλλον των ατόμων αυτών, αποτελούν τους σημαντικότερους παράγοντες θετικά ή αρνητικά την ανάπτυξη του αυτοπροσδιορισμού.
Ο αυτοπροσδιορισμός έχει τις ρίζες του στη φιλοσοφία και στον ανθρώπινο ντετερμινισμό, ως θεωρητική κατασκευή. Έχει σαν νόημα το πώς οι άνθρωποι γίνονται αυτόβουλοι και διατηρούν τον έλεγχο στη ζωή τους. Ένα αυτοπροσδιοριζόμενο άτομο, δρα άμεσα, εκτελώντας αποφάσεις, ή έμμεσα, καθορίζοντας τις αποφάσεις που θα ληφθούν για το ίδιο και θα εκτελεστούν από άλλους.
Τα βασικά χαρακτηριστικά του αυτοπροσδιορισμού είναι η αυτονομία, η αυτορρύθμιση, η αυτοπραγμάτωση και η ψυχική ενδυνάμωση. Άτομα που οι συμπεριφορές τους παρουσιάζουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά, μπορούν να περιγραφούν ως άτομα με αυτοπροσδιορισμό (Wehmeyer, Kelcher & Richards, 1996; Wehmeyer, 2001). Σκοπός της εκπαίδευσης των ατόμων με νοητικές και αναπτυξιακές αναπηρίες σε δεξιότητες του αυτοπροδιορισμού, είναι το άτομο να θεωρηθεί αιτιακός μεσάζων, δηλαδή ότι κάνει ή προκαλεί τα πράγματα να συμβούν στη ζωή του.
Ο αυτοπροσδιορισμός αναφέρεται στο δικαίωμα του κάθε ατόμου, ανάπηρου ή μη στο να παίρνει αποφάσεις για τον εαυτό του και τη ζωή του, και στη διασφάλιση μίας καλύτερης ζωής (Wehmeyer, 1995). Στο παρελθόν, ο όρος χρησιμοποιούταν ως το δικαίωμα των πολιτών μίας χώρας να αυτό-κυβερνείται και ως ένα προσωπικό χαρακτηριστικό του ατόμου στον έλεγχο της ζωής του. (Wehmeyer & Bolding, 2001)
Ο Wehmeyer (2006), προτείνει μία λίστα στοιχείων τα οποία χαρακτηρίζουν μια συμπεριφορά ως αυτοπροσδιορισμένη, τα οποία δεν παρουσιάζονται ως απολύτως απαραίτητα, αλλά ως σημαντικά, και αναφέρεται σε:
-Δεξιότητες πραγματοποίησης επιλογών
-Ικανότητες λήψης αποφάσεων
-Ικανότητες επίλυσης προβλημάτων
-Ικανότητες αυτοπαρατήρησης, αυτοαξιολόγησης και αυτοενίσχυσης
-Ικανότητες αυτοσυνηγορίας και ηγεσίας
-Δεξιότητες αυτοκαθοδήγησης
-Δεξιότητες καθορισμού στόχων και επίτευξής τους
-Αυτογνωσία
-Θετικές προσδοκίες για την αποδοτικότητα και το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Από τη προσχολική και την πρώτη σχολική ηλικία, τα παιδιά πρέπει να έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν βασικές δεξιότητες που θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη του αυτοπροσδιορισμού. Η έννοια του αυτοπροσδιορισμού σχετίζεται συνήθως με την εφηβική και ενήλικη ζωή, όμως, σύμφωνα με τις αρχές της αναπτυξιακής ψυχολογίας, η πρώιμη παιδική ηλικία είναι πιο πρόσφορη για μάθηση.
Τα παιδιά στην προσχολική ηλικία αναγνωρίζουν τις ανάγκες τους, έχουν προτιμήσεις και σύμφωνα με αυτές κάνουν τις επιλογές τους, αν και οι επιλογές τους σχετίζονται με την ικανοποίηση των προσωπικών τους αναγκών. Παρ’ όλα αυτά η δυνατότητα λειτουργεί σε αρχικό στάδιο ως ενισχυτικός παράγοντας για την ανάπτυξη του αυτοπροσδιορισμού (Tiger et al, 2006). Οι Doll, Sands, Wehmeyer, Palmer (1996) πρότειναν δραστηριότητες για την ανάπτυξη του αυτοπροσδιορισμού, οι οποίες πρέπει ανάλογα με την ηλικία να διαφοροποιούνται. Στην προσχολική ηλικία:
• Να τους δίνονται ευκαιρίες να κάνουν επιλογές, να διδάσκονται πώς να ασκούν έλεγχο και ότι οι περισσότερες επιλογές έχουν περιορισμένες εναλλακτικές,
• να εξοικειωθούν με την επίλυση προβλημάτων, να τα ενθαρρύνουν να σκέφτονται φωναχτά όταν τους απευθύνουν απλά προβλήματα,
• να δίνουν στους μαθητές ανατροφοδότηση σε σχέση με τα αποτελέσματα των επιλογών τους ώστε να αρχίσουν να διδάσκονται τα παιδιά τις συνέπειες των επιλογών τους,
• να διδάσκουν στους μαθητές πώς να αξιολογούν τη δουλειά τους σε σχέση με ένα σταθερό αποτέλεσμα.
Στη σχολική ηλικία:
• Να διδάσκουν στους μαθητές να αναλύουν συστηματικά τις πιθανές εναλλακτικές,
• να προπονηθούν στο σχεδιασμό και στην πραγμάτωση των προσωπικών και ακαδημαϊκών στόχων,
• να ενθαρρύνουν τους μαθητές στην αξιολόγηση της απόδοσης έργου και στο να βρίσκουν δικούς τους τρόπους για βελτίωση της απόδοσης.
Ο αυτοπροσδιορισμός έχει θετική επίδραση στη διαδικασία της ενηλικίωσης και στη μετάβαση από το σχολείο στο επάγγελμα. Επομένως, ο αυτοπροσδιορισμός είναι μορφωτικό αγαθό και θα πρέπει να διδάσκεται μέσα από συγκεκριμένα εκπαιδευτικά προγράμματα.
Ο βασικός στόχος των εκπαιδευτικών προγραμμάτων είναι να «παράγει υπεύθυνους, επαρκείς πολίτες, οι οποίοι να έχουν αναπτύξει αυτoαίσθημα, πρωτοβουλία, δεξιότητες και σοφία, ώστε να συνεχίσουν να αναπτύσσονται ανεξάρτητα και να προάγουν τη γνώση» (Wehmeyer, Palmer, Argan, Mithaug & Martin, 2000). Οι στρατηγικές που χρησιμοποιούνται σε αυτά τα προγράμματα είναι συνήθως μαθητοκεντρικές στρατηγικές μάθησης, αυτοπαρατήρηση και αυτοκαταγραφή, αυτό-καθοδήγηση, αυτοαξιολόγηση ή αυτοκριτική, αυτοενίσχυση και παιχνίδι ρόλων.
Όσον αφορά την ενίσχυση της λήψης αποφάσεων, πρέπει να γίνει αναγνώριση των εναλλακτικών, να εντοπιστούν οι συνέπειες των δράσεων, να τονιστεί το πόσο σημαντική είναι η κάθε συνέπεια και να επιλεγεί η πιο αποτελεσματική δράση. Για να αναπτυχθεί η δυνατότητα λήψης αποφάσεων, προτείνεται να δίνεται η επιλογή στα άτομα με αναπηρία να επιλέγουν ανάμεσα σε δραστηριότητες, το άτομο που θα συμμετέχει σε αυτές και το πότε θα λάβει μέρος η κάθε δραστηριότητα. Οι στρατηγικές αυτές θα πρέπει να ενσωματωθούν στις καθημερινές ρουτίνες του σπιτιού προκειμένου να έχουν αποτέλεσμα.
Για την ανάπτυξη δυνατότητας επίλυσης προβλήματος, σύμφωνα με τον Wehmeyer και Schalock (2001), πρέπει να ακολουθούνται τρία βασικά βήματα: η αναγνώριση του προβλήματος, η ανάλυση του προβλήματος και η λύση του. Για την υιοθέτηση κατάλληλης συμπεριφοράς, ακολουθούνται τέσσερα βήματα: η αποκωδικοποίηση, η απόφαση, η εκτέλεση και η αξιολόγηση (Wehmeyer & Shalock, 2001, O’Reilly, Lancioni & Kierans, 2000). Για την ενίσχυση της στοχοθεσίας και επίτευξης, ο εκπαιδευτικός πρέπει να βοηθάει τους μαθητές να θέτουν στόχους βραχυπρόθεσμους και ρεαλιστικούς οι οποίοι ενδυναμώνουν την αυτοπεποίθηση του μαθητή (Wehmeyer, 1997, Wehmeyer & Schalock, 2001).
Για την ενίσχυση της ανεξαρτησίας και της αυτοσυνηγορίας πρέπει να δίνεται έμφαση στη θετική διεκδίκηση, στην αποτελεσματική επικοινωνία και στη διαπραγμάτευση. Ο αυτοέλεγχος ορίζεται ως η πρακτική όπου ο μαθητής παρατηρεί και καταγράφει την ακαδημαϊκή του επίδοση αλλά και την επίδοση ως προς τη κοινωνική του συμπεριφορά (Wehmeyer, 1997). Οι στρατηγικές της αυτορρύθμισης και αυτοδιαχείρισης, μπορούν να βοηθήσουν τους μαθητές να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους. Για παράδειγμα οι καρτέλες αυτοκαταγραφής (Countoons) αναπαριστούν ευχάριστα τη συμπεριφορά, ενώ ταυτόχρονα βοηθούν τους μαθητές να την καταγράψουν, να την αξιολογήσουν και να τη βελτιώσουν και με τον τρόπο αυτό προάγουν την ανεξαρτησία τους (Daly & Ranally, 2003).
Παπαδάκου Αμαλία
Παιδαγωγός προσχολικής αγωγής και ειδικής εκπαίδευσης (MSc)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου